- φιλοικοδόμος
- φιλοικοδόμοςfond of buildingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοικοδόμος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να χτίζει οικοδομήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἰκοδόμος] … Dictionary of Greek
φιλοικοδόμοι — φιλοικοδόμος fond of building masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοικοδόμους — φιλοικοδόμος fond of building masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LANUVINA Villa — apud Iulian. Capitolin. in Antonino Pio, Ipse natus est in villa Lanuvina; educatus Lauri in Apulia, ubi postea Palatium exstruxit: sic dicta videtur Salmas. quod Lanuvio municipio vicina esset; e quo municipio originem duxisse Antonium Pium,… … Hofmann J. Lexicon universale
δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 … Dictionary of Greek